αυθυπαρξία

αυθυπαρξία
η
το να υπάρχει κάτι ή κάποιος από μόνος του, χωρίς να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ύπαρξη (-ις) (πρβλ. ανυπαρξία). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτογεννητικός — αὐτογεννητικός, ή, όν (Α) [αυτογέννητος] ο σχετικός με την αυτόματη γένεση, την αυθυπαρξία …   Dictionary of Greek

  • αυτοουσία — αὐτοουσία, η (AM) η αυθυπαρξία αρχ. τέλειο ον …   Dictionary of Greek

  • αυτοτέλεια — η (Α αὐτοτέλεια) [αυτοτελής] νεοελλ. αυθυπαρξία, ανεξαρτησία αρχ. άκρα τελειότητα, εντέλεια …   Dictionary of Greek

  • ενεργειοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σύνολο των πνευματικών και φυσικών φαινομένων ανάγεται στην άυλη ιδιότητα της ενέργειας. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, απορρίπτεται η αυθυπαρξία της ύλης και αναγνωρίζεται το γίγνεσθαι ως πραγματικό… …   Dictionary of Greek

  • ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής …   Dictionary of Greek

  • οντότητα — η (ΑΜ ὀντότης) [ον, όντος] 1. η αφηρημένη έννοια τού όντος, ύπαρξη, υπόσταση, το είναι 2. πραγματικότητα, αλήθεια νεοελλ. 1. καθετί το οποίο αποτελεί την ουσία ενός πράγματος 2. (κατ επέκτ.) η ίδια η ουσία 3. το ίδιο το υπάρχον, η αυτοτελής… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγένεια — Επίκληση της θεάς Δήμητρας ως προστάτιδας της τεκνοποιίας και της καρποφορίας της Γης, που σημαίνει αυτήν που έχει ωραία παιδιά. Αργότερα η επίκληση απέκτησε αυθυπαρξία, σημαίνοντας κάποια θεά σχετική με τη Δήμητρα, που μνημονευόταν ως κόρη της… …   Dictionary of Greek

  • νέο κύμα — I Μουσικό ρεύμα που κυριάρχησε στην σκεπτόμενη ελληνική νεολαία στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηριζόταν από εκφραστική λιτότητα, ευαισθησία και προβληματισμό. Υπήρξε ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο, με αρκετά δάνεια στοιχεία από… …   Dictionary of Greek

  • αυθύπαρκτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έγινε από άλλον, αυτός που υπάρχει από μόνος του: Ο Θεός είναι αυθύπαρκτος. Ουσ. αυθυπαρξία, η η αυτοτέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”